συχωρώ

συχωρώ
συχωράω (αόρ. σ(υ)χώρεσα) см. συγχωρώ;
§ συχωρά το забудь об этом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συχωρώ" в других словарях:

  • συχωρώ — → δες συγχωρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συχωρώ — και συχωράω και συχωρνώ Ν βλ. συγχωρώ …   Dictionary of Greek

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ανέχομαι — ανέχτηκα 1. υπομένω, υποφέρω: Απορώ πώς ανέχεσαι τη συμπεριφορά του. 2. συχωρώ, παραβλέπω: Η σημερινή κοινωνία ανέχεται την υποκρισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»